ὔχηρος

ὔχηρος
ὔχηρος, ,
A = ἐπίχειρον 11.1, ἀ (ν) τὶ τᾶ ὐχήρων ( = τῆς ἐπιχείρου) instead of the gratuity, Inscr.Cypr.135.5 H. ([place name] Idalium).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ύχηρος — ἡ, Α αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑ/ὑ, κυπριακός τ. πρόθεσης ισοδύναμος τού ἐπί (βλ. λ. ὑ) + χηρος (< χήρ, δωρ. τ. τής λ. χείρ*)] …   Dictionary of Greek

  • υ — (I) το, ΝΜΑ γλωσσ. βλ. ύψιλον νεοελλ. φυσ. σύμβολο τής ταχύτητας. (II) και με ψίλωση ὐ Α πρόθ. (κυπρ. τ.) επί. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακός τ. πρόθεσης και προρρηματικού, ισοδύναμος τού ἐπί, ο οποίος ανάγεται σε ΙΕ τ. *ūd «προς τα πάνω» και στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”